ειρήνευση

ειρήνευση
η
1. η αποκατάσταση της ειρήνης, συμφιλίωση.
2. η σύναψη ειρήνης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ειρήνευση — η (AM εἰρήνευσις) 1. αποκατάσταση τής ειρήνης 2. συνομολόγηση ειρήνης …   Dictionary of Greek

  • εἰρηνεύσῃ — εἰρηνεύσηι , εἰρήνευσις reconciliation fem dat sg (epic) εἰρηνέω pres part act fem dat sg (epic ionic) εἰρηνεύω bring to peace aor subj mid 2nd sg εἰρηνεύω bring to peace aor subj act 3rd sg εἰρηνεύω bring to peace fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το …   Dictionary of Greek

  • ειρηνευτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνευση: Ειρηνευτικές διαθέσεις. 2. που συντελεί στην ειρήνευση, συμφιλιωτικός: Ειρηνευτική ενέργεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ορνιθοπόλεμος — Ονομάστηκε έτσι η αναταραχή που είχε σημειωθεί στην Κρήτη, και ιδιαίτερα στα Σφακιά, όταν οι Βενετσιάνοι, κυρίαρχοι τότε στο νησί, καθιέρωσαν ειδικό φόρο στις όρνιθες κατά κεφαλή. Η αναταραχή οδήγησε σε σοβαρές πολεμικές επιχειρήσεις των… …   Dictionary of Greek

  • αγαπημός — ο [αγαπώ] 1. συμφιλίωση, ειρήνευση 2. αίσθημα αγάπης …   Dictionary of Greek

  • ανειρήνευτος — η, ο αυτός που δεν ειρηνεύει ποτέ, δεν μπορεί να ζει ειρηνικά ή αυτός που δεν επιδέχεται ειρήνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ειρηνεύω. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή της Φαρμακολογίας Θεόδωρο Αφεντούλη (1824 1893)] …   Dictionary of Greek

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”